αδρομισθία

αδρομισθία
η [αδρόμισθος]
αδρός, ικανοποιητικός, γενναίος μισθός, μεγάλη αμοιβή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αδρόμισθος — η, ο (Α ἁδρόμισθος, ον) νεοελλ. αυτός που παίρνει αδρή, μεγάλη αμοιβή αρχ. αυτός που παρέχει μεγάλα βραβεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδρός + μισθός. ΠΑΡ. νεοελλ. αδρομισθία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”